- ἑτερημέρως
- ἑτερήμεροςon alternate daysadverbialἑτερήμεροςon alternate daysmasc/fem acc pl (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετερήμερος — ἑτερήμερος, ον (Α) 1. αυτός που ζει μέρα παρά μέρα (για τους Διοσκούρους) 2. αυτός που συμβαίνει μέρα παρά μέρα. επίρρ... ἑτερημέρως (Μ) μέρα παρά μέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο * + ήμερος (< ημέρα), πρβλ. τρι ήμερος] … Dictionary of Greek